Thursday, March 20, 2008

Bonnes vacances!

Σε νυχτοκοπήματα με λοιπούς παρωρίτες,και ενόσω ακολουθούμε τη νεροσυρμή του ποτού σε σπειράλ μνήμες,τυχαίνει καμιά φορά να αναρωτιώμαστε:Πώς αφεθήκαμε να μεταλλαχθούμε βαθμηδόν σε μαζικούς τουρίστες της καθημερινότητας;
Σαν να μετέχουμε σε αυτή έχοντας αγοράσει ένα all inclusive πακέτο ημερησίων εμπειριών με επισκέψεις σε μνημεία ρουτίνας και σε θάλασσες νενομισμένων.Και ενώ αισθανόμαστε τον χρόνο να δραπετεύει,αφανίζουμε τον καιρό μας τραβώντας φωτογραφίες με την κάμερα τής ιδεολογίας ,χωρίς να ξεχνάμε ασφαλώς να ρυθμίζουμε την εστίαση του φακού ανάλογα με τον εγωκεντρισμό μας.
Καθώς απομάθαμε να είμαστε ευγνώμονες για αυτά που μας προσφέρονται απλόχερα,το σαπφείρινο μαβί του ουρανού και το γλυκόπνοο δροσάτο αεράκι,γινόμαστε ξενιστές μιας γκρίνιας εξοντωτικής,ελεεινολογούμε όσους διαφωνούν μαζί μας,με υψωμένο φρύδι κρίνουμε τα αλλότρια,με χαμηλωμένο το φως του δωματίου θέτουμε το τηλεκοντρόλ σε σταθερή τροχιά από την οθόνη μας.
Ακόμα όμως και τα νυχτερινά σκηνικά που αναφέραμε στην αρχή,τα ποτισμένα με νικοτίνη και οινόπνευμα,εντάσσονται στα πλαίσια αυτής της οργανωμένης εκδρομής.Μόνο που εδώ παρουσιάζονται κάποιες ανεπιθύμητες αποκλίσεις.Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να παραπατάμε,προδομένοι από τις αντοχές μας κάθε φορά που θα συναντηθούμε στο σαλούν,δεν αναφέρεται πουθενά στο πρόγραμμα των διακοπών το λύσιμο που μας προκαλεί μια θλιμμένη μελωδία από ακορντεόν,με το μοτίβο της να θυμίζει κυκλικές κινήσεις-ο αργός χορός δύο ερωτευμένων,παιδιά που γελάνε σ'ένα λούνα παρκ,ο ήλιος που ανατέλλει και δύει,η ζωή που περνάει και φεύγει,σαν όνειρο σκληρό.
Ούτε βέβαια περιγραφόταν στο διαφημιστικό φυλλάδιο,αφενός μεν πως θα πλαγιάζουμε την ώρα που χαράζει,οπλισμένοι από ένα παράξενο κουράγιο που έχει βουτηχτεί στη Στύγα τού αλκοόλ,αφετέρου δε πως θα μας πιάνει το παράπονο,
συλλογισμένοι πως ζούμε μονάχα υποδορίως αφού η Πούλια ξημερώνει,μα το φως που δυναμώνει το ακολουθεί ένα "δεν".

Tuesday, March 11, 2008

Unrequited

"Έγειρε το κεφάλι της για να την πλησιάσει.Όμως εκείνος δεν είχε την τόλμη και έτσι αυτή απομακρύνθηκε..."
Η λιτή αυτή σύνοψη της ταινίας με την οποία ξεκινά το πανέμορφο In the mood for love αποτελεί ένα συνεχές τριβέλισμα για όσους αισθάνονται σκλάβοι στα δεσμά τους,διστακτικές πινελιές σε μια μονίμως ακατάληπτη ρωπογραφία.
Ωστόσο,αν και η εναρκτήρια φράση με την έξοχη ποιητική της μάς προετοιμάζει για αυτό που θα επακολουθήσει,ένα τρωτό σημείο εντοπίζεται ακριβώς στη στατικότητα που ενέχει το τέλειο.Την ίδια στιγμή που αποθεώνεται η λατρεία της φόρμας,έχουμε αυθωρεί μετατραπεί σε εικονοκλάστες καθώς αναρωτιόμαστε :"Και αυτός ,τι απέγινε;Βυθίστηκε σε απελπισία;Ξεχάστηκε άραγε στον εαυτό του;"
Δεν θα γράψω για το πρώτο ενδεχόμενο.Ό,τι χαρακώνει τόσο βαθιά μόνο η Τέχνη μπορεί να το τραγουδήσει και εγώ δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι.
Τα λιγοστά λόγια αφορούν στην ιδιώτευση,σε μια επίκτητη επιθυμία να στενεύουμε ολοένα και περισσότερο τα όρια της ανθρώπινης κοινότητας όπου ανήκουμε,χρησιμοποιώντας προκρούστειες μεθόδους πάνω σε ένα στρώμα πικρόχολου μηδενισμού.
Ο καθένας πάντως που επιλέγει τη φυγή,βαθμιαία γίνεται "άπολις",όρος που δανείζομαι από τη διεισδυτική ερμηνεία του Καστοριάδη για την Αντιγόνη του Σοφοκλή,η οποία εξαιτίας τής ύβρης της απέναντι στους νόμους των ανθρώπων καταδικάζεται να ταφεί ζωντανή σε μια σπηλιά.Η είσοδος αυτής την οδηγεί αμετάκλητα στον Άδη,παρασύροντας μαζί της και όλον τον αρχαίο κόσμο που,θρυμματισμένος πλέον,θα διασώζεται μονάχα σε ερυθρωπές και μελανόμορφες παραστάσεις.Έπειτα από πολλά χρόνια,ένα αδειανό μνήμα θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας θρησκείας και θα διακηρύξει πως τίποτα δεν τελειώνει οριστικά,ξαναδίνοντας την ελπίδα για την επαναφορά στα ανθρώπινα.
Γιατί όμως σήμερα που βολτάριζα στην πόλη και διάβασα εκείνο το,πιασάρικο όσο και ασαφές,επιτοίχιο σύνθημα που μας διαβεβαιώνει ότι η επανάσταση δεν μπορεί να περιμένει,ένιωσα την άβολη υποψία πως η "ανάσταση" μάλλον μπορεί;

Thursday, March 06, 2008

Η τρομοκρατία της συγκίνησης

Και μόνο οι χαρακτηρισμοί,απαξιωτικοί ως επί το πλείστον,που επιδαψιλεύουμε για τις περιπτώσεις συναισθηματικών φορτίσεων είναι ενδεικτικοί της απαρέσκειας που εκφράζεται για οτιδήποτε αποκλίνει από τις επιταγές της λογικής.
Εμείς βέβαια,επιθυμώντας να λογιζόμαστε υπέρμαχοι αυτής,δεν διστάζουμε να στηλιτεύουμε την όποια αποστασιοποίηση από την έλλογη σκέψη,να περιφρονούμε τη συγκίνηση,να υποβαθμίζουμε τη σημασία της στη διαμόρφωση του θυμικού μας,θεωρώντας την σαν το σύντομο πέρασμα μιας άνοιξης από ένα περιφραγμένο χωράφι.
Καμιά χρήση συναισθημάτων και συνθημάτων δεν μεσιτεύει για ρεαλιστικές λύσεις και αντικειμενικές θεωρήσεις,ιδιαιτέρως δε όταν καταφεύγει σε αφορισμούς ή κανακεύει δογματισμούς και στερεότυπα.
Σε μια βιοτή όμως,όπου συνωθούνται το αιώνιο με το καθημερινό,το ιδιωτικό με το δημόσιο,το "υψηλό" με το ενορμητικό,όπου το καθετί μοιάζει αμφιλεγόμενο και οι λέξεις στρατεύονται κάθε φορά για να πείσουν,δείχνοντας να αγνοούν τον στίχο:"Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω",εύκολα κάποιος χάνει τον προσανατολισμό του και οδηγείται σε μονοπάτια παθητικότητας τα οποία επιθυμεί να αποφύγει:Ίσως επειδή παρουσιάζεται λιγότερο επίπονη από μια αντίληψη που θέτει πραγματιστικούς όρους,η συγκίνηση εκφυλίζεται ως μια παραλυτική κατάσταση,καθώς αναιρείται η "κίνηση" που με ενοχλητικό τρόπο μαρτυρεί η ετυμολογία της.
Καλούμαστε επομένως να ξεγλιστράμε από τις συμπληγάδες ανέξοδων συναισθηματισμών,να οπισθογραφούμε τις προαναφερθείσες επιταγές της λογικής,να αποφεύγουμε τις ιδεαλιστικές παγίδες που πιθανόν τοποθετεί στο διάβα μας η έντονη επίδραση της λογοτεχνίας.
Όταν λοιπόν προσφάτως συνάντησα μια παλιά γνωστή μου,την Κ,πάντα άσχημη και διαρκώς άχρωμη,την Κ,που με τη γενναιοδωρία της ενσαρκώνει εκείνο το τραγούδι:"Κάποτε είχε μια καρδιά.Την καθάρισε λοιπόν,την ξερίζωσε,την έπλυνε και σε καδράκι σού τη χάρισε.Ούτε καν στον τοίχο δεν την κρέμασες",δεν θέλησα να της μιλήσω.
Τη χαιρέτισα από μακριά,δίχως μια λέξη,ούτε καν ένα νεύμα,μόνο με μια μικρή,ανεπαίσθητη διακύμανση της λύπης μου.